Παράλληλα, λοιπόν, με την ανακάλυψη του καπιταλιστικού ρεαλισμού, ο κλονισμένος κόσμος των bobo άρχισε να επιδίδεται σε ασκήσεις αυτοκριτικής για τα προηγούμενα κύματα των ενθουσιασμών του: ασφαλώς το παρακάναμε με τον ηδονιστικό καταναλωτισμό, με τις επιπολαιότητες της άμεσης απόλαυσης και τη λατρεία των νεανικών στιλ, με τις ελευθεριακές μας αυταπάτες. Τώρα ας σοβαρευτούμε. Ας ανακαλύψουμε τις αξίες της προσπάθειας, της εργασίας, της λιτότητας. Ας δούμε, εν τέλει, τα καλά στοιχεία της κρίσης που δίνει την ευκαιρία για επαναξιολόγηση του do it yourself, της απλότητας και της μαγειρικής στο σπίτι.
Βεβαίως αυτός ο πρώτος πληθυντικός δημιουργεί κάποιο πρόβλημα: διότι περιλαμβάνει τόσο αυτούς που στην προηγούμενη περίοδο είχαν απλώς κάτι περισσότερο για να καταναλώσουν όσο και αυτούς που έφτιαχναν λίστες για το τι οφείλουμε να έχουμε καταναλώσει ή να έχουμε πράξει ως τα τριάντα ή τα σαράντα. Όποιος μάλιστα δεν είχε καμιά διάθεση ή δεν είχε τα χρήματα για να κάνει αυτά τα «δέκα» ή «είκοσι» απαραίτητα πράγματα, καταδικάζονταν στο πυρ το εξώτερον ως μιζεραμπιλιστής ή αναχρονιστικός.
Τον τελευταίο καιρό αναδύεται, λοιπόν, το είδος των bobos της κρίσης: ηθικολόγοι, όψιμοι υπερασπιστές των οικογενειακών αξιών και ηχηρά μετανοημένοι για τις «ανοησίες» της κουλτούρας του ΄68. Και αυτό συμβαίνει σε πολλές χώρες της Δύσης και όχι μόνο εις Παρισίους.
Αλλά στην Ελλάδα η κατάσταση των τελευταίων δυο ετών και η εμπειρία των Μνημονίων και της πολιτικής τους, δημιουργεί έναν ιδιαίτερο πολιτιστικό τύπο: τον ολοκληρωτικό bobo ή αλλιώς τον φανατικό και αυταρχικό «ορθολογικό μετριοπαθή». Αυτός ο πολιτιστικός τύπος αφομοιώνει με απίστευτη ταχύτητα αρχετυπικά στοιχεία της δεξιάς παράδοσης, ενώ συνεχίζει να καταναλώνει κάποιες από τις φιλελεύθερες ή αριστερές ευαισθησίες λ.χ. την αντιπάθεια για το εκκλησιαστικό ιερατείο ή το φλερτ με το ανώδυνο cultural chic. Το νέο πεδίο στο οποίο όμως συναντά κανείς τη βασική στράτευση αυτών των ανθρώπων είναι η βούληση για αποκατάσταση της ιεραρχικής τάξης, η αναζήτηση «των ικανότερων και των αρίστων» και ιδίως μια αλλεργία για τις υπερβολικές και επιβλαβείς πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες.
Η γλώσσα αυτού του αναγεννημένου δεξιού είναι γλώσσα επιρρεπής στα πειθαρχικά μέτρα και υπερευαίσθητη απέναντι σε κάθε γεύση «ανομίας»: είτε από το διπλανό τραπέζι (ω, οι αγενείς που καταστρέφουν τον κόσμο) είτε από το δρόμο, τα πανεπιστήμια, τις πλατείες. Παντού βλέπει αγένεια, αχαριστία, ανομία, ανωριμότητα. Και παντού υποπτεύεται ότι οι πολλοί παίζουν θέατρο ή τον κοροϊδεύουν με τις υποκριτικές οιμωγές τους: βεβαίως υπάρχει φτώχεια, ανεργία, κρίση, αλλά δεν είναι αυτό το κυρίως ζήτημα. Όπως λέει και ο Στέλιος Ράμφος, το βασικό πρόβλημα είναι ότι επενδύουμε με αρνητικά αισθήματα το παρόν και δεν αυτομεταμορφωνόμαστε, δεν μεταβάλλουμε νοοτροπία. Η κρίση θεωρείται έτσι περισσότερο η ανορθολογική κραυγή ενός παιδιάστικου συναισθηματισμού παρά ένα κοινωνικό ή ένα ταξικό γεγονός.
Ηθική, ψυχολογία, αστυνομία: ιδού οι τρεις πυλώνες πάνω στους οποίους στήνουν τη δημόσια περιγραφή τους οι τελευταίοι σύμμαχοι του τραγικού διδύμου Παπανδρέου- Bενιζέλου.
Προς το παρόν, πάντως, φαίνεται να δίνουν όλες τους τις δυνάμεις για την εγκαθίδρυση του πασοκικού ψυχοβγαλτικού αναμορφωτηρίου, αποκαλύπτοντας καθημερινά νέα δείγματα «πειθαρχικού» πάθους…