Επιστημονικό συνέδριο στη μνήμη του Παναγιώτη Κονδύλη (Αρχαία Ολυμπία, 26-28 Ιανουαρίου 2018)

Νικόλας Σεβαστάκης: Χαύνωση, σύγχυση και (κακή) ιδιώτευση- Για την κριτική του ατομικισμού
Η ομιλία του Νικόλα Σεβαστάκη με τίτλο: «Χαύνωση, σύγχυση και (κακή) ιδιώτευση- Για την κριτική του ατομικισμού» πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συνεδρίας Κριτικές αναγνώσεις της μεταπολιτευτικής ατομικότητας του Επιστημονικού Συμποσίου με τίτλο «Περιπέτειες του ιδιωτικού στη μεταπολιτευτική Ελλάδα», το οποίο διοργάνωσε η Εταιρεία Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη) στις 13 & 14 Οκτωβρίου 2017.
Για να παρακολουθήσετε την ομιλία κάντε κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=3746#.Wf7K1zi4rfs.facebook

Θεολογία και φυσικές επιστήμες: Από την καχυποψία στη συνύπαρξη

Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι καυχώνται ότι είναι αδαείς όσον αφορά τη θεολογία. Εξαιτίας αυτού σπάνια κατανοείται η χριστιανική προέλευση του κοσμικού ανθρωπισμού.
Εντούτοις, αυτή ήταν απολύτως σαφής στους ιδρυτές της. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα οι Γάλλοι θετικιστές Ανρι ντε Σεν-Σιμόν και Ογκίστ Κοντ επινόησαν την Θρησκεία της Ανθρωπότητας, το όραμα ενός οικουμενικού πολιτισμού βασισμένου στην επιστήμη, που είναι το πρότυπο για τις πολιτικές θρησκείες τους εικοστού αιώνα. Μέσω του αντίκτυπου τους στον Τζον Στιούαρτ Μιλ κατέστησαν τον φιλελευθερισμό το κοσμικό φρόνημα που είναι σήμερα. Μέσω της βαθιάς επίδρασης που άσκησαν στον Καρλ Μάρξ συνέβαλαν στη διαμόρφωση του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Κατά ειρωνικό τρόπο, ενώ ο Σεν- Σιμόν και ο Κοντ άσκησαν δριμεία κριτική στην οικονομική αρχή του laissez- faire, συνάμα ενέπνευσαν την λατρεία του ύστερου εικοστού αιώνα για την παγκόσμια ελεύθερη αγορά(…)
(…)Ο ανθρωπισμός δεν είναι επιστήμη αλλά θρησκεία – η μεταχριστιανική πίστη ότι οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν ένα κόσμο καλύτερο από κάθε άλλον στον οποίον έχουν ζήσει μέχρι στιγμής. Στην προχριστιανική Ευρώπη θεωρούνταν δεδομένο ότι το μέλλον θα έμοιαζε με το παρελθόν. Η γνώση μπορεί να αυξανόταν και οι εφευρέσεις να πλήθαιναν, η ηθική όμως θα παρέμενε εν πολλοίς η ιδία. Η ιστορία ήταν μια σειρά κύκλων δίχως συνολικό νόημα.
Ενάντια σε αυτήν την παγανιστική άποψη, οι χριστιανοί κατανοούσαν την ιστορία ως μια αφήγηση αμαρτίας και λύτρωσης. Ο ανθρωπισμός είναι ο μετασχηματισμός αυτού του χριστιανικού δόγματος της σωτηρίας σε ένα πρόγραμμα οικουμενικής ανθρώπινης χειραφέτησης. Η ιδέα της προόδου είναι η κοσμική εκδοχή της χριστιανικής πίστης στη Θεία Πρόνοια. Για αυτό το λόγο η πρόοδος ήταν άγνωστη στους αρχαίους παγανιστές.
Η πίστη στην πρόοδο έχει και άλλη προέλευση. Στην επιστήμη, η αύξηση της γνώσης είναι σωρευτική. Όμως η ανθρώπινη ζωή στο σύνολο της δεν είναι μια σωρευτική δραστηριότητα· ό,τι κερδίζεται σε μια γενιά μπορεί να χαθεί στην επόμενη. Στην επιστήμη, η γνώση είναι ένα αμιγές αγαθό· στην ηθική και στην πολιτική, η γνώση είναι εξίσου καλή και κακή. Η επιστήμη αυξάνει την ανθρώπινη δύναμη- και μεγεθύνει τα ψεγάδια της ανθρώπινης φύσης. Μας δίνει τη δυνατότητα να ζούμε περισσότερο και να έχουμε ανώτερο βιοτικό επίπεδο απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Η έννοια της προόδου βασίζεται στην πεποίθηση ότι η αύξηση της γνώσης και η προαγωγή του είδους συμβαδίζουν- αν όχι τώρα, τότε στο απώτερο μέλλον. Ο βιβλικός μύθος της Πτώσης του Ανθρώπου εμπεριέχει την απαγορευμένη αλήθεια. Η γνώση δεν μας απελευθερώνει. Μας αφήνει όπως ήμασταν ανέκαθεν, θύματα κάθε είδους μωρίας(…)[5]
(…)Ἡ αἴσθηση ὅτι ἔχουμε φθάσει στὴν ὡριμότητα παραμερίζοντας τὴν πίστη μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀποδεσμευμένου λόγου καὶ τῆς ἀνάγκης νὰ ἀποδεχτοῦμε τὰ πορίσματα τῆς ἐπιστήμης, ὅποια καὶ ἄν εἶναι αὐτά. […] Μπορεῖ ὅμως νὰ ὑπάρξει συνάμα ἡ αἴσθηση ὅτι ἡ ἐνηλικίωση πάνω ἀπὸ ὅλα σημαίνει τὸ νὰ εἶναι ἱκανὸς κανεὶς νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἀπώλεια τοῦ νοήματος τῶν πραγμάτων, τὸ νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ βρεῖ ἤ νὰ προβάλει νόημα ἔναντι ἑνὸς σύμπαντος ποὺ τὸ ἴδιο εἶναι ἄλογο. Ἐδῶ οἱ ἀρετὲς ἐνδέχεται νὰ μὴν εἶναι (ἤ νὰ μὴν εἶναι μόνο) ἐκεῖνες τοῦ ἀποδεσμευμένου λόγου καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς ὑπευθυνότητας. Μάλιστα, ἡ αἴσθηση μπορεῖ νὰ εἶναι ὅτι στὴν ἀναζήτηση νοήματος πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ὑπερβολικὰ ἁπλὴ ἐμπιστοσύνη στὴν ἐπιστήμη. Ἡ βασικὴ ἀρετὴ ποὺ τονίζεται ἐδῶ εἶναι τὸ εὐφάνταστο θάρρος νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸ κενὸ καὶ ἡ ἐνεργοποίηση μας ἀπὸ αὐτὸ γιὰ τὴν δημιουργία νοήματος. (…)[6]
Η επιστήμη, μέσω της κβαντικής μηχανικής, έχει σχεδόν διαψεύσει τον ισχυρισμό ότι «κάθε συμβάν έχει μια αιτία». (…) Η συμπεριφορά των υποατομικών σωματιδίων είναι γενικά απρόβλεπτη. Δεν γίνεται να είστε σίγουροι τι πρόκειται να κάνει ένα σωματίδιο από τη μια στιγμή στην άλλη[7].
Η θετική επιστημονική γνώση, μας θέτει ενώπιον μερικών πολύ κρίσιμων και αποφασιστικών επιτευγμάτων της ανθρώπινης νόησης. Πρώτα πρώτα, κατά μια κύρια εκδοχή της κβαντικής κοσμολογίας, το φυσικό σύμπαν στην ολότητα του (χώρος, χρόνος, υλικές μορφές ύπαρξης) έρχεται στο είναι από το απόλυτο τίποτε ή το απόλυτο μηδέν (κβαντικό κενό) και αρχίζει να υπάρχει, ενώ «πριν» δεν υπήρχε απολύτως τίποτε, αν το κβαντικό κενό το εκλαμβάνουμε ως την απουσία κάθε μορφής ύπαρξης. Ακόμη και αυτό το «πριν» ορίζεται εκ των υστέρων και δεν υφίσταται ή κατανοείται από μόνο του παρά μόνο στα όρια του υπαρκτού κόσμου. Όμοια ο φυσικός χώρος αρχίζει να υπάρχει όχι μέσα σε έναν προϋπάρχοντα άδειο φυσικό χώρο, αλλά ως μια εκδήλωση των βαθύτερων δυναμικών μορφοποιητικών λειτουργιών του φυσικού σύμπαντος. Αποτελεί ουσιαστική πρόοδο της επιστήμης ότι τα σύγχρονα μαθηματικά μας δίδουν τη δυνατότητα να ορίζουμε τον χώρο και τον χρόνο στα όρια του ιστορικού φυσικού κόσμου, χωρίς να απαιτείται η υπόθεση ενός προαιώνιου απόλυτου χώρου ή χρόνου μέσα στους οποίους εντάσσεται το κοσμικό γίγνεσθαι. (…)
Ο ισχυρισμός της κβαντικής κοσμολογίας περί εμφάνισης του κόσμου από το απόλυτο μηδέν αποτελεί οριακή πρόταση. Διότι κάθε επιστημονική ερμηνεία προϋποθέτει μια προηγούμενη κατάσταση, πράγμα αδύνατο για την περίπτωση του απόλυτου μηδενός ή του απόλυτου τίποτα, αν αυτό εννοηθεί κυριολεκτικά. Κατά βάθος το προϊστορικό απόλυτο μηδέν, δεν ορίζεται επιστημονικά. Αυτό είναι οριακή έννοια κατανοούμενη αφαιρετικά, ως η απουσία κάθε κοσμικής-κτιστής μορφής ύπαρξης.
Η ίδια αυτή οντολογική πιθανοκρατία είναι συνυφασμένη με μια ανοικτή οντολογία, σύμφωνα με την οποία το φυσικό σύμπαν αποτελεί μια ιστορική λειτουργία που το εμπλουτίζει με νέα οντολογία αφού η σύγχρονη φυσική καταργεί τον αυτονομημένο αναγωγισμό.[9] (…)

Παγκόσμιο συνέδριο για τον Αριστοτέλη (23-28/5/2016 στη Θεσσαλονίκη)

ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ» (links)

- Εκκλησία και Αριστερά. Ιχνογράφηση ενός εύφλεκτου τοπίου (Π. Υφαντής)
- «Για μια ελεύθερη και ζωντανή εκκλησία». Ο χαιρετισμός του συντονιστή της Γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, Δημήτρη Βίτσα στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά»
- Θέματα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί μισθοδοσίας τοῦ κλήρου (Μητρ.Μεσσηνίας Χρυσόστομος)
- ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ (π. Βασίλειος Καλλιακμάνης)
- Εκκλησία και Αριστερά έναντι του μεταναστευτικού ζητήματος. Από την ξενοφοβική και τη φιλανθρωπική στάση στην πρωτοβουλία της αλληλεγγύης για μια κοινωνία της ανθρωπιάς (Στ. Τσομπανίδης)
- ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ. Η ομιλία του καθηγητή του Τμήματος Νομικής του ΑΠΘ Κώστα Σταμάτη στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά
- Η θρησκεία στη δημόσια σφαίρα: Η συμβολή της κοινωνιολογικής έρευνας (Νίκη Παπαγεωργίου)
- Η ομιλία του Ανδρέα Καρίτζη. Ο δρ. φιλοσοφίας και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η έκπληξη του συνεδρίου
- Ἐκκλησία καὶ Ἀριστερὰ ἐν μέσω κρίσης: Δράσεις ἔναντι τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων (Μητρ. Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Βαρνάβα)
- ΕΚΚΛΗΣΙΑ και ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Ομοιότητες και διαφορές. Η ομιλία του Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά
- Η ομιλία του Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά
- Αρκαλοχωρίου Ανδρέας: «Σχέσεις Εκκλησίας και αριστεράς στην Ελλάδα μεταξύ του 20ου και 21ου αιώνα»
- «Ο κόκκινος Θεός» Μια Θεολογική Ανάγνωση της Ιστορίας του Σοσιαλισμού (Μ.Κωνσταντίνου)

Χρ.Σταμούλης, Εκκλησία και Αριστερά
[πηγή: ΑΥΓΗ/ΕΝΘΕΜΑΤΑ,20-1-2013]
Οι σχέσεις της Εκκλησίας με την Αριστερά στην Ελλάδα έρχονται από μια σκοτεινή μήτρα. Στηρίζονται σε αδιάψευστες ιστορικές πράξεις, σε ανομίες και αστοχίες, που έχουν χαράξει ανεπανόρθωτα το κοινό σώμα, αλλά και σε ένα πλήθος προκαταλήψεων και παρεξηγήσεων –αποτέλεσμα απουσίας διάθεσης ανοικτού διαλόγου–, που μεγιστοποιεί το χάσμα που επέβαλε η αγριότητα της Ιστορίας. Κάποιες ενδιαφέρουσες και σημαντικές προσπάθειες του νεότερου παρελθόντος κινήθηκαν καθαρά σε θεωρητικό επίπεδο και άφησαν τους λογαριασμούς με την εναρκτήρια διάθεση ανοικτούς. Μαζί, όμως, και μια παρακαταθήκη για συνέχεια.
Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, στο πλαίσιο μιας ανειλημμένης ευθύνης απομάκρυνσης από οποιαδήποτε στανική και ως εκ τούτου «ειδωλολατρική» εσωστρέφεια, αποφάσισε, σε συνέχεια άλλων δραστηριοτήτων του, ομόφωνα, τη διοργάνωση επιστημονικού Συνεδρίου με γενικό τίτλο Εκκλησία και Αριστερά. Πράξη που αποδεικνύει τη διαλογική φύση του Πανεπιστημίου γενικότερα, αλλά και της θεολογίας ειδικότερα. Μια πράξη παρεμβατική, η οποία στηρίζεται στην βαθιά πεποίθηση, πως από τον διάλογο κανείς δεν κινδυνεύει. Τουναντίον, η αδυναμία διαλόγου, η άρνηση της συνάντησης, είναι εκείνη η διαβρωτική πραγματικότητα, που ισχυροποιεί τη δαιμονοποίηση και ανακηρύσσει τον δογματισμό σε κυρίαρχο παράγοντα της ενορχηστρωμένης καθημερινότητας. Στον αντίποδα, η γνώση που προκύπτει από την άμεση συνάντηση με τα πρόσωπα και τα πράγματα αποτελεί τον οντολογικό πυρήνα που επιτρέπει την ανοικοδόμηση κοινού οίκου. Επιτρέπει, με άλλα λόγια, την αξιοποίηση των διαφορετικών υλικών, προκειμένου να πραγματωθεί μια φυσιολογία ελεύθερη, λειτουργική και ρεαλιστική. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο απέναντι, ο ξένος, ο διαφορετικός, ο οποιοσδήποτε άλλος, δεν αποτελεί απειλή, αλλά τόπο συνάντησης, τόπο διάνοιξης του κλειστού εαυτού στον πληθυντικό αριθμό. Μια πραγματικότητα, που επιτρέπει τη διάλυση της ιδιώτευσης, αλλά και της μοναξιάς των τσαλακωμένων του κόσμου, με το χτίσιμο του μυστηρίου της αξιοπρέπειας και της κοινωνίας.
Βέβαια, μια τέτοια προσπάθεια δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρεί δεδομένη τη φωνή της πανεπιστημιακής θεολογίας, η οποία κρατά το αυτονόητο δικαίωμα και την ευθύνη της κριτικής διάθεσης με την οποία αντιμετωπίζει τα δεδομένα του διαλόγου. Η πρόσκληση του Τμήματος Θεολογίας προς τη θεσμική Εκκλησία, δηλαδή την Ιεραρχία, αλλά και τη θεσμική, δηλαδή την κοινοβουλευτική, Αριστερά, δεν έχει ουδεμία σχέση με «λήψεις του ζητούμενου». Πολύ περισσότερο, δεν προδικάζει προαποφασισμένες συγκλίσεις ή αποκλίσεις. Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν προσυμφωνημένα υπονοούμενα. Μοναδικό προσύμφωνο η διάθεση ουσιαστικής γνωριμίας και η ψηλάφηση συγκεκριμένων πρακτικών θεμάτων, όπως η Βασιλεία του Θεού και η λαϊκή εξουσία, τα θρησκευτικά σύμβολα και η θρησκευτικότητα στο δημόσιο χώρο, η εκκλησιαστική περιουσία και η μισθοδοσία του κλήρου, τα κοινωνικά προβλήματα και το μεταναστευτικό ζήτημα, τα οποία κομματιάζουν την ενότητα του τρόπου μας. Δοκιμή, με άλλα λόγια, αντοχής των υλικών, που συνιστούν το νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Και είναι σαφές πως η Ορθοδοξία «δεν είναι απλώς κάποιες χρηστομάθειες ή μια απλή θρησκευτική πίστη, ιδιωτικής υπόθεσης» (Ν. Ματσούκας), αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του πολιτισμού, συνεπώς της κοινωνικής πράξης — χωρίς βέβαια να εξαντλείται σε αυτόν, καθώς ο χαρακτήρας της ήταν και παραμένει, σε πείσμα πολλών, οικουμενικός.
Η συζήτηση, στον δημόσιο χώρο, πραγματικοτήτων με δημόσιο χαρακτήρα, καθώς εντός αυτού αναπτύσσονται, με αυτόν διαλέγονται, από αυτόν επηρεάζονται και αυτόν συνδιαμορφώνουν, δεν αποτελεί πολυτέλεια, πολύ περισσότερο δεν αποτελεί ύποπτη υπερβολή, απερισκεψία, αλλά βαθιά αναγκαιότητα η οποία κυρίως και πάνω από όλα συνδέεται με την ιστορική στιγμή. Τόσο η Εκκλησία, όσο και η Αριστερά, αποτελούν σημεία αναφοράς μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού, από τα οποία απαιτείται τολμηρή και ξεκάθαρη κατάθεση θέσεων. Βέβαια, μια τέτοια προσπάθεια προϋποθέτει κατάφαση στην αλλαγή ενός κόσμου που αλλάζει και μας αλλάζει, τη στιγμή που όσο εμείς αλλάζουμε τον αλλάζουμε. Ένα πέρασμα, δηλαδή, από την ανεύθυνη παρακολούθηση-ενοχοποίηση της ζωής των άλλων, στην έμπονη ζωή με τον άλλο, ζωή για τον άλλο, ζωή στον άλλο. Μια αναχώρηση από την εργαλειακή-συστημική κατανόηση του ανθρώπου και μια αυτοπαράδοση στο θαύμα του κοινού, όχι κατ’ ανάγκην ταυτόσημου, βηματισμού.
Σκοπός του Συνεδρίου δεν είναι να πείσει η Εκκλησία την Αριστερά για τη θεότητα του Χριστού. Ούτε, βέβαια, η Αριστερά την Εκκλησία για το αντίθετο. Μπορεί, όμως, αυτή η συνάντηση να αξιοποιήσει τις συνέπειες ενός πολιτισμού της σάρκωσης, ο οποίος συγκροτείται στη βάση της κένωσης του εαυτού και στην πρόσληψη του εντελώς διαφορετικού. Στο άδειασμα, δηλαδή, των ιστορικών ατομικών ή συλλογικών βεβαιοτήτων, προκειμένου να μείνει χώρος για τη συνάντηση με το ελάχιστο. Και είναι σαφές, πως τούτο το Συνέδριο δεν αναζητά το ανέφικτο, αλλά το εφικτό. Εξάπαντος δεν θέλει να σώσει τον κόσμο και πολύ περισσότερο δεν θέλει, καταπώς γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης, να τον σώσει την ερχόμενη Τρίτη. Θέλει, απλά και μόνο, να δώσει μια ευκαιρία στην έκπληξη. Σαν εκείνη που ένιωσαν εκπρόσωποι της Αριστεράς, όταν σε ερώτησή τους για τη διάθεση της θεολογίας να υποστηρίξει την ανέγερση τζαμιού στον τόπο μας, τους είπαμε ότι στη Θεολογική Σχολή, εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, λειτουργεί χώρος προσευχής των μουσουλμάνων. Έτσι, ίσως να έχουμε μια δυνατότητα να δούμε αυτό που «χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα» των ανομιών της Ιστορίας, «να ξετυλιχθεί και να καρπίση» (Ν. Καζαντζάκης).
———————————————-
Ο Χρυσόστομος Α. Σταμούλης διδάσκει στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, του οποίου είναι και πρόεδρος.
Το συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», που οργανώνει το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, σε συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, πραγματοποιείται τη Τρίτη 22 και την Τετάρτη 23 Ιανουαρίου (ώρες 10.00-22.00), στην αίθουσα τελετών της Παλιάς Φιλοσοφικής. Αναλυτικά το πρόγραμμα στο goo.gl/cgezZ.
http://enthemata.wordpress.com/2013/01/20/ekklisia/
